κενταυροκτόνος

κενταυροκτόνος
κενταυροκτόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σκοτώνει τους κενταύρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο-κτόνος, τυραννο-κτόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κενταυροκτόνος — Centaur slaying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενταυροκτόνους — κενταυροκτόνος Centaur slaying masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”